- χλούνις
- -ούνεως, ἡ, Α(ποιητ. τ.) η νεανική ηλικία ή, κατ' άλλους, ο ευνουχισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλούνης + κατάλ. -ις (πρβλ. δύναμ-ις). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. έχει θετική σημ., σε αντιδιαστολή προς τη μειωτική σημ. τού τ. χλούνης*].
Dictionary of Greek. 2013.